Ο βηματοδότης (εικόνα) είναι μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή η οποία μέσω ειδικών καλωδίων διεγείρει το κολπικό και το κοιλιακό μυοκάρδιο οδηγώντας κατ’ αντιστοιχία στην συστολή των κόλπων και των κοιλιών σε περιπτώσεις που υπάρχει διαταραχή της παραγωγής και της αγωγής του φυσιολογικού ηλεκτρικού ερεθίσματος.

Εικόνα. Σύγχρονος βηματοδότης δύο κοιλοτήτων.

Οι βασικές ενδείξεις εμφύτευσης ενός βηματοδότη είναι οι εξής:
1. Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου που εκδηλώνεται με συμπτωματική βραδυκαρδία
2. Διαταραχές της κολποκοιλιακής αγωγής (2ου και 3ου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός)
3. Υποτροπιάζοντα συγκοπτικά επεισόδια που προκαλούνται από ακούσια πίεση του καρωτιδικού κόλπου και αναπαράγονται από τη μάλαξη του και οδηγούν σε κοιλιακή ασυστολία διάρκειας μεγαλύτερης των 3 sec.
4. Υποτροπιάζοντα επεισόδια αγγειοκινητικής συγκοπής με συμπτωματική ασυστολία κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας ανακλίσεως.

Οι βηματοδότες τοποθετούνται χειρουργικά μέσω μιας μικρής τομής στην υποκλείδιο χώρα και διαμέσου της υποκλείδιου ή μασχαλιαίας ή κεφαλικής φλέβας προωθούνται τα ηλεκτρόδια στις αντίστοιχες κοιλότητες της καρδιάς. Η επέμβαση διαρκεί μια ώρα περίπου και ο ασθενής κινητοποιείται άμεσα.

Η μπαταρία ενός μόνιμου βηματοδότη διαρκεί από 5 έως 10 χρόνια και η παρακολούθηση των παραμέτρων της συσκευής γίνεται ανα τακτά χρονικά διαστήματα (6-12 μήνες). Τις περισσότερες φορές ο βηματοδότης ρυθμίζεται έτσι ώστε να ενεργοποιείται μόνο όταν διαταράσσεται ο φυσιολογικός καρδιακός ρυθμός (λειτουργία κατ’ επίκληση).

Κάθε ασθενής λαμβάνει μετά την επέμβαση μια ειδική κάρτα - ταυτότητα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τα στοιχεία του συστήματος βηματοδότησης-απινίδωσης. Την κάρτα-ταυτότητα πρέπει να την έχετε πάντα μαζί σας.

Οι απινιδωτές είναι ηλεκτρονικές συσκευές λίγο μεγαλύτερες σε μέγεθος από τους βηματοδότες και τοποθετούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ενδείκνυται σε για την πρωτογενή και την δευτερογενή πρόληψη του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Η συσκευή μέσω ειδικών αλγορίθμων αναγνωρίζει την παρουσία κακοήθους αρρυθμίας (κοιλιακής ταχυκαρδίας) και την τερματίζει είτε με αντιταχυκαρδική βηματοδότηση είτε με απινίδωση (shock). Οι απινιδωτές απαιτούν τακτική παρακολούθηση και προσεκτικό προγραμματισμό ώστε να ενεργοποιούνται στις κατάλληλες περιπτώσεις και να αποφεύγονται οι απρόσφορες εκφορτίσεις.

Η θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού (αμφικοιλιακοί βηματοδότες με ή χωρίς δυνατότητα απινίδωσης) ενδείκνυται σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια λειτουργικού σταδίου κατά NYHA IΙ-IV υπό βέλτιστη αγωγή, κλάσμα εξωθήσεως της αριστερής κοιλίας ≤35%, LBBB και εύρος QRS συμπλέγματος ≥120-150 msec. Συνιστάται στην εμφύτευση ενός επιπλέον αριστερού καλωδίου διαμέσου του στεφανιαίου κόλπου.
Στο εργαστήριο ηλεκτροφυσιολογίας-βηματοδότησης της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής γίνεται εμφύτευση ενός μεγάλου αριθμού ηλεκτροφυσιολογικών συσκευών (>500 βηματοδότες/έτος, >150 απινιδωτές/έτος).